Ζητά να κηρυχθεί απαράδεκτη η εις βάρος της ποινική δίωξη
Την ακύρωση της προδικασίας που έγινε στην υπόθεση της νομιμοποίησης
παράνομων αμοιβών του Άκη Τσοχατζόπουλου και την κήρυξη, ως απαράδεκτης,
της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε εναντίον της, βάσει της οποίας και
προφυλακίστηκε, ζητά με προσφυγή, που κατέθεσε στο Συμβούλιο
Πλημμελειοδικών, η κόρη του πρώην υπουργού...
Αρετή Τσοχατζόπουλου.
Η προσωρινά κρατούμενη για την υπόθεση, δια του συνηγόρου της, Μιχάλη Δημητρακόπουλου, υποστηρίζει ότι η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, Ελένη Ράικου, παρέκαμψε τον Οικονομικό Εισαγγελέα, που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα επί οικονομικών και φορολογικών εγκλημάτων.
Στην προσφυγή εξιστορείται ότι έρευνα για τα περιουσιακά στοιχεία του Άκη Τσοχατζόπουλου ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2010, οπότε δόθηκε εντολή στο ΣΔΟΕ να διενεργήσει ελέγχους. Όπως αναφέρει η προσφεύγουσα, η αναφορά των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ με προφορική εντολή διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών στις 22 Ιουνίου 2011, οπότε πλέον είχε τεθεί σε ισχύ ο θεσμός του Οικονομικού Εισαγγελέα. «Παρά ταύτα» αναφέρεται στην προσφυγή «η κα Διευθύνουσα δεν διαβίβασε την 22α Ιουνίου 2011 την ήδη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προς ενημέρωσή του και για τις νόμιμες ενέργειες, αλλά με την από 23-6-2011 παραγγελία της την διαβίβασε περαιτέρω προς τις κκ. Εισαγγελείς Πλημμελειοδικών Αθηνών κκ. Ευγ. Κυβέλου και Ελ. Σίσκου προς συνέχιση της προκαταρκτικής εξέτασης κατά πλήρη παράκαμψή του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος».
Η κ. Τσοχατζοπούλου επισημαίνει στους δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ότι η μη ενημέρωση του αρμόδιου για φορολογικά και οικονομικά εγκλήματα Εισαγγελέα Εφετών από τη διευθύνουσα την Εισαγγελία Πρωτοδικών, καθιστά άκυρη την προδικασία. Ειδικά η Αρετή Τσοχατζοπούλου θεωρεί άκυρα όσα έγιναν από τον Ιούνιο του 2011 -οπότε η έκθεση ΣΔΟΕ παραδόθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών- έως και την άσκηση ποινικής δίωξης τον περασμένο Μάρτιο χωρίς να προηγηθεί παραγγελία του Οικονομικού Εισαγγελέα. Όπως υπογραμμίζεται στην προσφυγή ο νόμος ορίζει ότι: «η παρά του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών κίνηση της ποινικής διώξεως προαπαιτεί υποχρεωτικώς την ενημέρωση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, την αξιολόγηση και τη διερεύνηση των καταγγελιών από αυτόν και τελικώς, ήτοι κατόπιν της ολοκληρώσεως της διαταχθείσας έρευνας και της διαμορφώσεως της νομικής απόψεώς του περί υπάρξεως επαρκών ενδείξεων ενοχής στα πρόσωπα των καταγγελλομένων, την παραγγελία άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα».
Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη σε βάρος της, καθώς ασκήθηκε μη σύννομα, αλλά και οι μεταγενέστερες πράξεις που έγιναν, συνεπεία της δίωξης, δηλαδή η απόφαση για προφυλάκιση της.
Η προσφυγή της κ. Τσοχατζοπούλου θα κριθεί από το Συμβούλιο τις επόμενες ημέρες.
Προθεσμία, εξάλλου, για να απολογηθεί μετά τις εκλογές ζήτησε και έλαβε από τον ανακριτή της υπόθεσης, Γαβριήλ Μαλλή, ο Κύπριος δικηγόρος Σπύρος Χατζηνικολάου κατηγορούμενος στην υπόθεση των παράνομων αμοιβών του Άκη Τσοχατζόπουλου. Η κατηγορία σε βάρος του αφορά υπογραφές του σε επιταγές της εξωχώριας εταιρείας ΤΟΡΚΑΣΟ -της οποίας ιδιοκτήτης φέρεται ο πρώην υπουργός- στις αγοραπωλησίες ακινήτων με τη Μονή Βατοπεδίου.
Επιπλέον, το Πειθαρχικό Συμβούλιο των φυλακών Κορυδαλλού επέβαλε στον Άκη Τσοχατζόπουλο την ανώτατη πειθαρχική ποινή που προβλέπει ο Σωφρονιστικός Κώδικας για όσους κρατούμενους «συλλαμβάνονται» να κάνουν χρήση κινητού τηλεφώνου εντός φυλακής, ποινή δηλαδή 100 βαθμών.
Οι βαθμοί ποινής λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κρατουμένου και ιδίως στις περιπτώσεις της υφ' όρων απόλυσης, της χορήγησης άδειας, του ευεργετικού υπολογισμού ημερών ποινής και άλλων ευεργετικών μέτρων.
Στη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν παρών ο Άκης Τσοχατζόπουλος ο οποίος παραδέχθηκε το παράπτωμα του.
Αρετή Τσοχατζόπουλου.
Η προσωρινά κρατούμενη για την υπόθεση, δια του συνηγόρου της, Μιχάλη Δημητρακόπουλου, υποστηρίζει ότι η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, Ελένη Ράικου, παρέκαμψε τον Οικονομικό Εισαγγελέα, που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα επί οικονομικών και φορολογικών εγκλημάτων.
Στην προσφυγή εξιστορείται ότι έρευνα για τα περιουσιακά στοιχεία του Άκη Τσοχατζόπουλου ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2010, οπότε δόθηκε εντολή στο ΣΔΟΕ να διενεργήσει ελέγχους. Όπως αναφέρει η προσφεύγουσα, η αναφορά των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ με προφορική εντολή διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών στις 22 Ιουνίου 2011, οπότε πλέον είχε τεθεί σε ισχύ ο θεσμός του Οικονομικού Εισαγγελέα. «Παρά ταύτα» αναφέρεται στην προσφυγή «η κα Διευθύνουσα δεν διαβίβασε την 22α Ιουνίου 2011 την ήδη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προς ενημέρωσή του και για τις νόμιμες ενέργειες, αλλά με την από 23-6-2011 παραγγελία της την διαβίβασε περαιτέρω προς τις κκ. Εισαγγελείς Πλημμελειοδικών Αθηνών κκ. Ευγ. Κυβέλου και Ελ. Σίσκου προς συνέχιση της προκαταρκτικής εξέτασης κατά πλήρη παράκαμψή του Εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος».
Η κ. Τσοχατζοπούλου επισημαίνει στους δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ότι η μη ενημέρωση του αρμόδιου για φορολογικά και οικονομικά εγκλήματα Εισαγγελέα Εφετών από τη διευθύνουσα την Εισαγγελία Πρωτοδικών, καθιστά άκυρη την προδικασία. Ειδικά η Αρετή Τσοχατζοπούλου θεωρεί άκυρα όσα έγιναν από τον Ιούνιο του 2011 -οπότε η έκθεση ΣΔΟΕ παραδόθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών- έως και την άσκηση ποινικής δίωξης τον περασμένο Μάρτιο χωρίς να προηγηθεί παραγγελία του Οικονομικού Εισαγγελέα. Όπως υπογραμμίζεται στην προσφυγή ο νόμος ορίζει ότι: «η παρά του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών κίνηση της ποινικής διώξεως προαπαιτεί υποχρεωτικώς την ενημέρωση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, την αξιολόγηση και τη διερεύνηση των καταγγελιών από αυτόν και τελικώς, ήτοι κατόπιν της ολοκληρώσεως της διαταχθείσας έρευνας και της διαμορφώσεως της νομικής απόψεώς του περί υπάρξεως επαρκών ενδείξεων ενοχής στα πρόσωπα των καταγγελλομένων, την παραγγελία άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα».
Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη σε βάρος της, καθώς ασκήθηκε μη σύννομα, αλλά και οι μεταγενέστερες πράξεις που έγιναν, συνεπεία της δίωξης, δηλαδή η απόφαση για προφυλάκιση της.
Η προσφυγή της κ. Τσοχατζοπούλου θα κριθεί από το Συμβούλιο τις επόμενες ημέρες.
Προθεσμία, εξάλλου, για να απολογηθεί μετά τις εκλογές ζήτησε και έλαβε από τον ανακριτή της υπόθεσης, Γαβριήλ Μαλλή, ο Κύπριος δικηγόρος Σπύρος Χατζηνικολάου κατηγορούμενος στην υπόθεση των παράνομων αμοιβών του Άκη Τσοχατζόπουλου. Η κατηγορία σε βάρος του αφορά υπογραφές του σε επιταγές της εξωχώριας εταιρείας ΤΟΡΚΑΣΟ -της οποίας ιδιοκτήτης φέρεται ο πρώην υπουργός- στις αγοραπωλησίες ακινήτων με τη Μονή Βατοπεδίου.
Επιπλέον, το Πειθαρχικό Συμβούλιο των φυλακών Κορυδαλλού επέβαλε στον Άκη Τσοχατζόπουλο την ανώτατη πειθαρχική ποινή που προβλέπει ο Σωφρονιστικός Κώδικας για όσους κρατούμενους «συλλαμβάνονται» να κάνουν χρήση κινητού τηλεφώνου εντός φυλακής, ποινή δηλαδή 100 βαθμών.
Οι βαθμοί ποινής λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κρατουμένου και ιδίως στις περιπτώσεις της υφ' όρων απόλυσης, της χορήγησης άδειας, του ευεργετικού υπολογισμού ημερών ποινής και άλλων ευεργετικών μέτρων.
Στη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν παρών ο Άκης Τσοχατζόπουλος ο οποίος παραδέχθηκε το παράπτωμα του.